ἀμβλυωπῶ

ἀμβλυωπῶ
ἀμβλυωπέω
to be dim-sighted
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀμβλυωπέω
to be dim-sighted
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀμβλυωπός
dim-sighted
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμβλυωπώ — ἀμβλυωπῶ ( έω) (Α) [ἀμβλυωπός] έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, πάσχω από αμβλυωπία …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωπός — ή, ό (Α ἀμβλυωπός, όν) αυτός που έχει αμβλεία, δηλ. ασθενή, αδύναμη όραση (για αστέρια) αμυδρός, θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὄψις. ΠΑΡ. αμβλυωπία. αρχ. ἀμβλυωπῶ] …   Dictionary of Greek

  • γλαυκίζω — (Α) έχω γλαυκό, χρώμα («μέταλλα δὲ λίθου λευκοῦ τε καὶ ποικίλου γλαυκίζοντος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Στη γλώσσα του Ησυχίου «γλαυκίζω αμβλυωπώ» «έχω ασθενή, αδύναμη όραση», επειδή ίσως τα γαλάζια μάτια είναι λιγότερο ζωηρά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”